- τραβερτίνης
- ο, Ν(πετρογρ.) ασβεστόλιθος, πετρογενετικής φύσεως γλυκέων υδάτων ή λιμναίας, ο οποίος παρουσιάζει κοιλότητες επενδεδυμένες με κρυστάλλους ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travertine < ιταλ. travertino, tivertino < λατ. (lapis) tiburtinus (< lapis «πέτρα» + tiburtinus < Tibur, πόλη τού Λατίου)].
Dictionary of Greek. 2013.